χάλει

χάλει
χάλις
neat wine
masc nom/voc/acc dual (attic epic)
χάλεϊ , χάλις
neat wine
masc dat sg (epic)
χάλις
neat wine
masc dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χάλεϊ, Έντμουντ — (Halley, Χάγκερστον, Λονδίνο 1656 – Γκρίνουιτς 1742). Άγγλος αστρονόμος. Σε ηλικία 20 ετών στάλθηκε στο νησί της Αγίας Ελένης στον νότιο Ατλαντικό, για να συντάξει τον κατάλογο των αστέρων του νοτίου ημισφαιρίου και το 1679 δημοσίευσε τα… …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • αληγείς — Άνεμοι σταθεροί που πνέουν στην επιφάνεια της Γης από τις ζώνες των τροπικών, οι οποίες έχουν σταθερά υψηλή πίεση, προς τη ζώνη του Ισημερινού, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλές πιέσεις. Οι βόρειοι α. διακρίνονται από τους νότιους, προς τους… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπατένιους — (Al BattaniAlbatenius, ; – 929 μ.Χ.). Εκλατινισμένο όνομα ενός από τους πιο φημισμένους Άραβες αστρονόμους, που έδρασε γύρω στο 900 μ.Χ. και έκανε παρατηρήσεις επί 40 έτη (878 918). Το έτος γέννησής του δεν είναι ακόμα γνωστό, αλλά προσδιορίζεται …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκίνηση — (Αστρον.). Η φαινόμενη γωνιακή μετατόπιση ανά χρόνο ενός αστέρα πάνω στην ουράνια σφαίρα, δηλαδή η κίνηση του αστέρα προς μια διεύθυνση κάθετη προς τη γραμμή όρασης. Η κίνηση αυτή οφείλεται τόσο στην πραγματική κίνηση του αστέρα στο διάστημα όσο… …   Dictionary of Greek

  • Κλερό, Αλεξίς Κλοντ — (Alexis Claude Clairaut, Παρίσι 1713 – 1765). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Η ιδιοφυΐα του έγινε γνωστή από την ηλικία των 13 ετών, όταν έκανε ανακοίνωση στη Γαλλική Ακαδημία, στην οποία πραγματευόταν ορισμένες καμπύλες δικής του επινόησης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”